προφύσιο

προφύσιο
το / προφύσιον, ΝΑ
νεοελλ.
κωνικός σωλήνας υψικαμίνου που αποτελεί συνέχεια τού αεραγωγού
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «προφύσια ἐν τοῑς μετάλλοις τὰ σκέπης χάριν τῶν ἐν ταῑς φύσαις αὐλῶν τιθέμενα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + φῦσα «φυσερό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”